ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI
ΓΕΥΣΗ

Οδεύουμε προς ένα gentrification της εστίασης;

Ταβέρνες, καφενεία και κουτούκια, συνοικιακά μαγαζιά, παγωμένα στο χρόνο, πέρασαν σε λίγο καιρό από τη ράθυμη καθημερινότητα με τη μικρή σταθερή τους πελατεία, στα γεμάτα τραπέζια και την ανάγκη για κράτηση δύο εβδομάδες πριν.

Ο όρος gentrification, άκομψα μεταφρασμένος ως «εξευγενισμός», έχει διεξοδικά αναλυθεί στις σύγχρονες αστικές σπουδές και είναι στις γενικές του γραμμές πια ευρύτερα κατανοητός
από όλους μας: υποβαθμισμένες περιοχές εντός των αστικών κέντρων, που κατοικούνται από πιο αδύναμα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, εποικούνται από ομάδες «εναλλακτικών»
αστών, αυτούς που το 2006 ο Γάλλος τραγουδοποιός Renaud τους τραγούδησε ως bobos (bourgeois-bohemes), με τρόπο που σταδιακά αλλάζει ριζικά τη φυσιογνωμία των πρώτων.

Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις στου Ψυρρή στα τέλη του ’90 και στο Γκάζι στο δεύτερο μισό των ‘00s. Ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του φαινομένου αυτού είναι, το πώς οι νέοι αυτοί κάτοικοι, ενώ ασπάζονται αυτόν πιο «υποβαθμισμένο» περίγυρο της νέας τους ζωής ως κομμάτι της εναλλακτικότητάς τους, την ίδια στιγμή για τον προσωπικό τους μικρόκοσμο, το σπίτι τους, εισάγουν τα πρότυπα στα οποία είναι μαθημένοι.

Κάπως έτσι μπήκε στο λεξιλόγιό μας και το loft. Παρατηρούμε δηλαδή κοινωνικά υποκείμενα και ομάδες που αναζητούν μια «αυθεντική» εμπειρία, αλλά μοιάζουν να μην την αντέχουμε στην ολότητά της, ψάχνοντας για σημεία στα οποία θα την «προσαρμόσουμε» στις κοινωνικές καταβολές τους.

Σκεφτόμουν τις προάλλες πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στις μέρες μας και με πολλά καταστήματα εστίασης στην πόλη. Μεγάλο κομμάτι του κοινού, κουρασμένο από την αναμονή
της «νέας hot άφιξης» -που όλο και πιο επικίνδυνα θυμίζει την προηγούμενη «hot άφιξη» και αποτυγχάνει όλο και συχνότερα να φέρει κάτι νέο στο τραπέζι- στρέφεται με ενθουσιασμό και ανακούφιση στην «επανανακάλυψη» περιφερειακών στεκιών.

Ταβέρνες, καφενεία και κουτούκια, συνοικιακά μαγαζιά, παγωμένα στο χρόνο, πέρασαν σε λίγο καιρό από τη ράθυμη καθημερινότητα με τη μικρή σταθερή τους πελατεία, στα γεμάτα τραπέζια και την ανάγκη για κράτηση δύο εβδομάδες πριν. Κι ως εδώ, ποιο το ζήτημα θα μου πείτε; Αυξήθηκε η δουλειά τους και αυτό μόνο καλό είναι.

Προσέξτε όμως κάτι ενδιαφέρον. Όλοι αυτοί οι νέοι τους θαμώνες, αυτοί που έστω και για λίγο γύρισαν την πλάτη στα μοδάτα και mainstream μαγαζιά του κέντρου, πολλές φορές
δυσκολεύονται να αποδεχτούν τα νέα τους στέκια στην ολότητά τους, έτσι ακριβώς ως έχουν.

Επί της αρχής τα αγαπάνε αλλά όλο και κάτι δεν τους κουμπώνει, υπάρχουν πάντα σημεία που θα τα ήθελαν αλλιώς. Μια σχέση «ναι μεν, αλλά». Και όταν αρχίζουν να βάζουν χέρι στα σημεία αυτά, αρχίζει ένα «μπαστάρδεμα» που εν τέλει μοιάζει να αλλοιώνει την αλήθειας της εμπειρίας του μαγαζιού αυτού και να ακυρώνει το νόημα.

Γιατί ένα κουτούκι στην Καισαριανή έχει ανάγκη στο μενού του εκτός από την αγγουροντομάτα και την πολίτικη, μια σαλάτα με φινόκιο, κρουτόν και κατσικίσιο τυρί; Γιατί σε
ένα κρητικό καφενείο στην Καλλιθέα δεν μας αρκεί να δροσιζόμαστε με τη ρακή και τον μαρουβά του αλλά συναντάμε κολωνάτα Riedel για να μπορούμε να πίνουμε εκεί ερυθρές
Βουργουνδίες ή Priorat; Και πόσο μειώνεται εν τέλει η εμπειρία μας σε μια κρεατοταβέρνα στο Παγκράτι αν δεν συνοδεύσουμε τα υπέροχα αρνίσια παϊδάκια της με Cornas και
Châteauneuf-du-Pape;

Γιατί είναι τελικά τόσο δύσκολο σε κάποιους να αντέξουν το «αυθεντικό» όπως ακριβώς είναι, όπως μας το σερβίρουν οι μαγαζάτορές του, αδρό και αφτιασίδωτο; Και ποιο το νόημα στη δημιουργία ενός υβριδίου εμπειρίας εστίασης που εν τέλει απέχει παρασάγγας από αυτό που αρχικά μας γοήτευσε; Για να μην παρεξηγηθώ, στο φαινόμενο αυτό επ’ ουδενί δεν μέμφομαι τους μαγαζάτορες. Αυτοί έχουν κάθε δίκιο να κάνουν αυτές τις «αλλαγές». Δουλειά θέλουν να έχουν στα μαγαζιά τους κι αν χρειάζονται τέτοιες κινήσεις για να γίνει κάτι τέτοιο, πολύ καλά κάνουν. Το ερώτημα στρέφεται στους καταναλωτές-πελάτες αυτών των μαγαζιών και είναι πρωτίστως ηθικό.

Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο που τέμνονται τα δύο είδη εξευγενισμού που συζητήσαμε αφορά το μέλλον. Μέλλον που στις gentrified γειτονιές το έχουμε ήδη δει. Όταν οι νέο-
κάτοικοι μιας εξευγενισμένης γειτονιάς πληθύνουν υπερβολικά, δεν θα υπάρχει πια χώρος για όλα αυτά τα στοιχεία-τροφή της εναλλακτικότητας που τους τράβηξαν εξαρχής εκεί. Και
αφού εξοστρακιστούν και εκλείψουν τα στοιχεία αυτά, αυτό το background της ζωής των νέων κατοίκων, θα φύγουν μετά και οι ίδιοι και η περιοχή θα γυρίσει στην πρότερη
κατάστασή της. Γι’ αυτό λέμε πως το gentrification «καταναλώνει» περιοχές.

Στην περίπτωση της εστίασης, μήπως και όλα αυτά τα νέα στέκια, πλημμυρίσουν από τους bobos της Αθηναϊκής εστίασης που κάποια στιγμή θα διαπιστώσουν πως, από τις πολλές
τέτοιες μικρές «αλλάγές», τίποτα πια δεν θυμίζει το μαγαζί όπως το πρωτοεπισκέφτηκαν και το εγκαταλείψουν όλοι μαζί ομαδικώς;

Το δικό μου τέτοιο «διαφορετικό» στέκι-ησυχαστήριο είναι μια ταβέρνα του ’52 που πήγαινα από μικρό παιδί οικογενειακώς και δεν έπαψα έκτοτε ποτέ να επισκέπτομαι. Χαίρομαι τις
καυτερές σαρδέλες φούρνου, τον αψύ ταραμά και τα τραγανά τηγανιτά προσφυγάκια του. Κάποιες φορές το λευκό κρασί που θα μου σερβίρει στο χρυσαφένιο καρτούτσο μπορεί μη μ’ αρέσει. Δεν πειράζει, δεν θα χαλάσει αυτό τη βραδιά μου. Η απλή κρύα lager στο ψυγείο της είναι μια εξαιρετική εναλλακτική. Θα περάσω υπέροχα και χωρίς Chablis…

Ο Ξενοφώντας Διαλεισμάς είναι Αρχιτέκτονας-Πολεοδόμος και ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Μαργιώρα» στην Κύθνο.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.