Αris Oikonomou / SOOC
OPINION

Το Σύνταγμα έχει παραδοθεί στα μαγαζιά εστίασης. Αλήθεια σε ποιον αρέσει αυτό;

Μικρές επιχειρήσεις κλείνουν ή αγωνιούν για το μέλλον τους ενώ την ίδια στιγμή εστιατόρια και μπαρ καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο δημόσιο χώρο στο κέντρο της πόλης που γίνεται όλο και πιο ξένο στους κατοίκους του.

Σάββατο μεσημέρι και έστριβα στην οδό Ξενοφώντος για να βρεθώ στην Απόλλωνος. Το μαγαζί με τις φωτοτυπίες στη στοά, το κομμωτήριο και το Attic Moon μένουν ακόμα ως έχουν. Το κατάστημα στη γωνία που λειτουργούσε κάποτε ως μανάβικο μοιάζει με ένα υβρίδιο αποθήκευσης αποσκευών για τους τουρίστες.

Στη γωνία Νίκης και Απόλλωνος προσπαθούν να χωρέσουν αυτοκίνητα, μηχανάκια ντελίβερι, τουρίστες και κάτοικοι. Τα πεζοδρόμια έχουν καταληφθεί από τραπεζοκαθίσματα, δεν ξέρεις πού αρχίζει και πού τελειώνει το ένα μαγαζί από το άλλο. Το κατάστημα με τα χειροποίητα κοσμήματα είναι από τα ελάχιστα που αντέχουν ακόμα στον χρόνο. Το παντοπωλείο στη γωνία που πουλούσε από χαρτί υγείας και μπαταρίες μέχρι κιτς στολίδια δεν υπάρχει εδώ και λίγο καιρό. Ένα από τα λίγα μαγαζιά που θύμιζαν ακόμα γειτονιά. Το ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο Χάρτες Ανάβαση ευτυχώς βρίσκεται ακόμα στη θέση του.

Οι δρόμοι Ξενοφώντος, Νίκης, Βουλής και Απόλλωνος αποτελούν ένα από τα πιο ζωντανά σημεία του κέντρου της Αθήνας. Και για πολλά χρόνια ήταν μία ωραία γειτονιά που εξασφάλιζε σε κατοίκους, επιχειρηματίες και επισκέπτες μια ωραία αρμονία. Στέκια που μπορούσες να πας για ποτό μετά τη δουλειά, street food, αλλά και μέρη που είχαν κάτι να δώσουν στους τουρίστες. Τώρα, η «πάνω γειτονιά» του Συντάγματος μοιάζει να έχει παραδοθεί στα μαγαζιά εστίασης. Αλήθεια, σε ποιον αρέσει αυτό;

«Φαίνεται πώς στους τουρίστες αρέσει αυτή η φασαρία, αυτή η κίνηση», μου λέει ο Μιχάλης Τσουμάνης από το Third Place όση ώρα μού ετοιμάζει έναν καφέ. Χαμηλά στην Απόλλωνος, οι ρυθμοί κυλούν πιο χαλαρά. Ανάμεσα στα ξενοδοχεία που ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια, κάποιοι επιλέγουν να στήσουν τη μικρή τους επιχείρηση με σεβασμό προς τους συμπολίτες τους. «Δε σου κρύβω ότι ανησυχώ για το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Δεν γνωρίζω αν τα όλα τα μαγαζιά κλείνουν επειδή έληξε το συμβόλαιό τους ή γιατί πήγε κάποιος με περισσότερα χρήματα και πίεσε καταστάσεις».

Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, βλέπουμε ότι χάνονται μαγαζιά με χαρακτήρα στον βωμό των επενδύσεων. Μαγαζιά προκάτ στήνονται μέσα σε ελάχιστες ημέρες, εξαλείφοντας κάθε ίχνος αστικής αισθητικής. Η κατάληψη του δημοσίου χώρου – απόρροια των κανονισμών που άλλαξαν εν μέσω πανδημίας – γίνεται ολοένα και πιο καταχρηστική. Ο πλέον αρμόδιος φορέας, η δημοτική αστυνομία, θα έπρεπε να κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά, να ελέγχει πώς, η επιχειρηματικότητα με αυτούς τους όρους δεν θα επηρεάζει προς το χειρότερο τη ζωή των κατοίκων και επισκεπτών της πόλης. Αντ’ αυτού κατά βάση αυτό που έχει να επιδείξει είναι κλήσεις γιατί έληξε ο χρόνος στις θέσεις ελεγχόμενης στάθμευσης.

Είμαι σίγουρη ότι πολλοί βλέπουν στο Σύνταγμα τη μεγάλη εικόνα. Αυτή που θέλει να θέσει την πόλη σε ανταγωνιστική θέση σε σχέση με άλλους ταξιδιωτικούς προορισμούς. Μόνο που πρακτικά, κάτι τέτοιο δεν έχει εφαρμογή στους κατοίκους της πόλης και στο τέλος της ημέρας προσελκύει επισκέπτες που αναζητούν ένα κέντρο πόλεως χωρίς καμία ταυτότητα. Η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα απολύτως για να βοηθήσει τους μικρούς επιχειρηματίες, να τους διευκολύνει ώστε να υπάρχει μια όμορφη και ενδιαφέρουσα πολυμορφία.

Στο επόμενο μεγάλο πακέτο ενός επενδυτή, μία μικρή επιχείρηση στο Σύνταγμα θα κληθεί να αποφασίσει μεταξύ ρομαντισμού και πραγματικής ζωής. Και δεν θα μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς αν διαλέξουν το δεύτερο. Και κάπως έτσι, θα ζούμε σε μία καπιταλιστική ψευδαίσθηση, ότι το κέντρο της πόλης δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κέντρα, αγωνιώντας και για τα τελευταία εναπομείναντα μαγαζιά που θα θυμίζουν κάτι από την Αθήνα που ζήσαμε ως ενήλικες.