© φωτογραφίες Ανδρέας Σιμόπουλος
ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Μπήκαμε στο Σπίτι της Στέγης και η δυστοπία μας άνοιξε την πόρτα

Ο Δημήτρης Καραντζάς γράφει και σκηνοθετεί ένα έργο στα όρια του θεάτρου και της περφόρμανς για έναν κόσμο που καταρρέει και είναι ο κόσμος μας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική.

Περίπου ένα μήνα πριν, λίγες ημέρες αφού ο Βόλος και ο θεσσαλικός κάμπος πνίγηκαν για πρώτη φορά, αφού είδαμε καταρράκτες στο Μετρό του Ευαγγελισμού και χειμάρρους να παρασύρουν πεζούς στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, αφού γίναμε μάρτυρες της δολοφονίας του Αντώνη Καρυώτη στο λιμάνι του Πειραιά, απευθύνθηκα στον ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή Δημήτρη Παπαδημητριάδη για να μου εξηγήσει ποιος είναι ο ψυχικός αντίκτυπος του καθημερινού ζόφου που έχει περιβάλλει τις ζωές μας. 

Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα είναι τα ακόλουθα: 

«Η αδιάκοπη ροή αρνητικών ειδήσεων μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαινόμενο που οι ειδικοί της ψυχικής υγείας ονομάζουμε “μαθημένη αβοηθητότητα”, μια κατάσταση του νου όπου οι άνθρωποι αισθάνονται αδύναμοι να βελτιώσουν την κατάστασή τους με τη δική τους προσπάθεια». 

«Το “ψυχικό μούδιασμα” είναι η τάση μας να νιώθουμε λιγότερη ευγνωμοσύνη για τη ζωή όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυξανόμενες ποσότητες πόνου. Καθώς οι αρνητικές ειδήσεις συσσωρεύονται, απευαισθητοποιούμαστε συναισθηματικά, συμμετέχοντας σε έναν φαύλο κύκλο απάθειας και απόγνωσης».

Και τα δύο μου ήρθαν στο μυαλό αργά χθες το βράδυ (Πέμπτη 12/10), καθώς ήμουν στο δρόμο και επέστρεφα από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στο σπίτι. Είχαν προηγηθεί τα 60 καταιγιστικά, τοποθετημένα μέσα σε ένα υπνωτιστικό πλαίσιο, λεπτά σε ένα άλλο σπίτι. Αυτό που δημιούργησε ο Δημήτρης Καραντζάς στη Μικρή Σκηνή, στον 5ο όροφο της Στέγης για τη νέα του παράσταση, στην οποία υπογράφει τόσο τη σκηνοθεσία, όσο και το κείμενο. 

Το Σπίτι με απλά λόγια είναι ένα έργο που μιλάει για το πώς η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα έρθει να σε βρει ό,τι κι αν κάνεις για να την αποφύγεις. Όσο κι αν κλείνεσαι στον μικρόκοσμό σου και αποστρέφεις το βλέμμα και το μυαλό από τον ζόφο της εποχής, αργά ή γρήγορα, θα σε συντρίψει. Είναι αδύνατον να μείνεις ανεπηρέαστος από τη βία και την καταστροφή που θα βρουν τρόπο (social media, δελτία ειδήσεων) να διεισδύσουν στον ιερό, ιδιωτικό σου χώρο. Το κρακ -μικρό ή μεγάλο- θα συμβεί – συνειδητοποιημένα ή ασυνείδητα.

Το Σπίτι δεν είναι θέατρο με τη λογική της πλοκής, των διαλόγων, των ηρώων που ξεδιπλώνουν τους χαρακτήρες και τις προθέσεις τους. Είναι μία παράσταση με ελάχιστα λόγια και πολύ -μηχανική- κίνηση (αυτές τις καθημερινές αυτοματοποιημένες κινήσεις που κάνουμε για να φέρουμε βόλτα τις δουλειές του σπιτιού). Είναι στα όρια του θεάτρου και της περφόρμανς, ακόμα και της εικαστικής εγκατάστασης. Δεν είναι μία παράσταση για όλους -δεν μπορεί να ιδωθεί με την ίδια ευκολία από όλο το κοινό- αλλά ταυτόχρονα, είναι μία παράσταση που μας αφορά όλους. 

Αρχικά, βλέπουμε μία γυναίκα και έναν άντρα που συνυπάρχουν -δεν συμβιώνουν- στο ίδιο σπίτι. Υπό τους ήχους του πλυντηρίου, της καφετιέρας και λοιπών συσκευών, ο καθένας κάνει τις δουλειές που πρέπει να κάνει. Η επικοινωνία τους είναι ψιθυριστή, μονολεκτική, ακόμα και γραπτή. Σκόρπιες λέξεις σε post-it. Ασχολούνται με πράγματα που μικρή έως μηδαμινή σημασία έχουν – «με ανησυχεί το δεντρολίβανο», «ο ιβίσκος είναι ανταγωνιστικός», «η συσκευή που πήρες δεν είναι αυτή που ήθελα, αλλά δε βαριέσαι, θα την κρατήσουμε». Κινούνται στον ίδιο χώρο χωρίς να υπάρχει ουσιαστική επαφή. Μπορεί να είναι ζευγάρι, μπορεί και όχι. Ίσως, είναι φίλοι ή αδέρφια.

Μπήκαμε στο Σπίτι της Στέγης και η δυστοπία μας άνοιξε την πόρτα

Τα ανούσια λόγια και τις ανούσιες κινήσεις διακόπτει πού και πού η ζωή έξω από το παράθυρο που βλέπει σε έναν τυπικό δρόμο μίας αθηναϊκής γειτονιάς. Αλλά οι ματιές είναι φευγαλέες.

Η δυστοπία εξάλλου δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μόνο στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζει ο άντρας, πίνοντας τον καφέ του. Είναι προϊόν μυθοπλασίας και συμβαίνει σε μία φανταστική κοινωνία, που πλήττεται από ένα φονικό καύσωνα, από τον οποίο επιβιώνουν όσοι έχουν χρήμα και την οποία κυβερνούν οι παπάδες και όσοι πολίτες δεν υπακούν στη νέα τάξη πραγμάτων εκτελούνται.

Μπήκαμε στο Σπίτι της Στέγης και η δυστοπία μας άνοιξε την πόρτα

Μέχρι που κάποια στιγμή η εικόνα του κόσμου έξω από το παράθυρο περιστρέφεται, αντιστρέφεται, γίνεται το κάτω πάνω και το κάτω πάνω, έρχονται τα πάνω-κάτω, παθαίνει Error 404, αποσυντίθεται και επανασυντίθεται σε έναν χείμαρρο από πίξελ που δείχνουν το αιματοκύλισμα της ανθρωπότητας. Όλη τη βία και την καταστροφή από τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, τη ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, τη θηλιά γύρω από τον λαιμό του Σαντάμ Χουσεΐν, την 11η Σεπτεμβρίου, μέχρι το Black Lives Matter, την Αμερική του Trump, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, την αστυνομική βία στη χώρα μας, την τραγωδία στα Τέμπη, τις τραγωδίες που δεν έχουν τελειωμό και επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. 

Μπήκαμε στο Σπίτι της Στέγης και η δυστοπία μας άνοιξε την πόρτα

Κι ενώ η γυναίκα και ο άντρας βλέπουν τι γίνεται έξω -κοιτούν πλέον πολύ πιο συχνά το παράθυρο και για περισσότερα δευτερόλεπτα- συνεχίζουν τις σαν χορογραφημένες κινήσεις της καθημερινότητάς τους μέσα στο σπίτι. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι οι κινήσεις τους είναι πλέον πιο νευρικές, στην προσπάθειά τους να μη βλέπουν/σκέφτονται/προβληματίζονται. Η δυστοπία είναι πλέον εκεί έξω. Συμβαίνει δίπλα τους, αλλά όχι, αυτοί είναι ασφαλείς μέσα στο σπίτι τους.

Μέχρι που εισβάλλει στα καταφύγιό τους και ο κόσμος που καταρρέει έξω, καταρρέει πια και μέσα. «Θυμάμαι κάποτε που μπορούσαμε να χαλαρώσουμε στο σπίτι. Που σε ρωτούσα πώς πέρασες την ημέρα σου και μου απαντούσες και με ρωτούσες κι εσύ», ακούγεται να λέει η γυναίκα σε έναν σπαρακτικό μονόλογο, όπου αναφέρεται και το εξής: «Το απέναντι σπίτι, όταν πέθαναν αυτοί που μένανε, έγινε δάσος. Φύτρωσαν ρίζες και χορτάρια και όλες οι πρασινάδες και τα δέντρα άρχισαν να πνίγουν το κτίριο. Έφυγαν οι άνθρωποι, ήρθε η φύση και ίσως τελικά πάντα δάσος να έπρεπε να είναι εκεί εξαρχής. Τώρα άμα κοιτάξεις έξω είναι σαν κοιλάδα».  

*** INFO

Κείμενο & Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σύνθεση: Δημήτρης Καραντζάς, Γκέλυ Καλαμπάκα, Τάσος Καραχάλιος

Βίντεο: Γκέλυ Καλαμπάκα

Σκηνικό: Κλειώ Μπομπότη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος

Μουσική: Γιώργος Ραμαντάνης

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου

Βοηθός Σκηνογράφου: Αγγελική Βασιλοπούλου Καμπίτση

Εκτέλεση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη, Ζωή Μουσχή

Παίζουν: Αλεξία Καλτσίκη, Φιντέλ Ταλαμπούκας

Στη δραματουργία συνέβαλαν όλοι οι συντελεστές.

Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Η παράσταση περιέχει σκηνές βίας. Κατάλληλη για 18+

Προπώληση εδώ.