ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιώργος Κουτλής: «Το στοίχημα είναι να κάνεις ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το θέατρο να το αγαπήσουν»

Οι sold out Παίχτες, η Νομική, η Ρωσία, ο ΛΕΞ, η πανδημία, το θεατρικό MeToo και οι παιδικοί καρδιακοί φίλοι μπλέκονται σε μία συζήτηση με τον 32χρονο σκηνοθέτη, που εφορμά για πρώτη φορά στη σκηνή της Πειραιώς 260 του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.  

Οι sold out Παίχτες, η Νομική, η Ρωσία, ο ΛΕΞ, η πανδημία, το θεατρικό MeToo και οι παιδικοί καρδιακοί φίλοι μπλέκονται σε μία συζήτηση με τον 32χρονο σκηνοθέτη, που εφορμά για πρώτη φορά στη σκηνή της Πειραιώς 260 του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.  

Ο Γιώργος Κουτλής μιλάει πολύ, πάρα πολύ. Και γρήγορα, τρομερά γρήγορα. Μέσα σε 35 περίπου λεπτά -όσο διήρκησε η κουβέντα μας- είπε όσα άλλοι θα χρειάζονταν μία ώρα για να πουν. Δεν κόμπιασε δευτερόλεπτο, δεν έκανε ούτε μία παύση, ούτε ένα σαρδάμ. Αν δεν του έκανα ερωτήσεις, δε θα έβαζε τελεία. Θα διηγούταν μόνος του την ιστορία της ζωής του με μία χορογραφική ροή. 

Ορμητικός δεν είναι όμως μόνο ο τρόπος που μιλάει, αλλά και το πώς ζει και εργάζεται. Φύσει εξωστρεφής και αεικίνητος, ο Γιώργος Κουτλής ανήκει στη νέα γενιά καλλιτεχνών που έρχονται με μεγάλη φόρα να ταρακουνήσουν τα θεατρικά πράγματα. Το όνομά του έγινε ευρέως γνωστό τον φετινό χειμώνα με συναδέλφους, κριτικούς και κοινό να του χαρίζουν τον τίτλο του πιο πολυσυζητημένου σκηνοθέτη της χρονιάς

Αν και μόλις 32 ετών και μόλις με την πρώτη ουσιαστικά παράστασή του, τους sold out ξέφρενους Παίχτες στο Θέατρο Κιβωτός, που παίχτηκε κανονικά μέσα στη σεζόν χωρίς να κοπεί λόγω της πανδημίας και των lockdowns, όπως συνέβη με την πρώτη του σκηνοθεσία, το Παίζοντας το θύμα στο Εθνικό Θέατρο – Rex Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» τον Οκτώβριο του 2020, κατάφερε πολύ γρήγορα και όχι αναίτια να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω του.

Όλοι μιλούσαν για την παράσταση της χρονιάς, για τις ερμηνείες της χρονιάς από την υπερταλαντούχα και εκρηκτική ομάδα των ηθοποιών και πράγματι, έτσι ήταν. Υπήρξαν θεατές που δεν την είδαν μόνο μία, αλλά δύο φορές και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στο ελληνικό θέατρο.

Σε απόσταση αναπνοής από τους Παίχτες, ο Γιώργος Κουτλής ανέβασε στα τέλη του χειμώνα το σουρεαλιστικό Talk show στη Θεατρική Σκηνή Αθηναΐς και στο Θέατρο Αποθήκη, παρουσίασε την άνοιξη το Όνειρο ενός γελοίου με τον Νικόλα Χανακούλα στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και τώρα, ετοιμάζεται για το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου. Θα ανεβάσει προσεχώς το έργο Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι του ανατρεπτικού δραματουργού της βερολινέζικης θεατρικής ομάδας Σαουμπύνε, Marius von Mayenburg, στην Πειραιώς 260.

Τον συνάντησα, λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα, στον βιομηχανικό χώρο του Ελαιώνα όπου έκανε πρόβες για την παράσταση. Ήταν κλειστός από την προηγούμενη ημέρα, ήταν ντάλα μεσημέρι και έβραζε από τη ζέστη. Καθίσαμε στην τσιμεντένια αυλή σε μία γωνία που είχε σκιά και ξεκινήσαμε μία κουβέντα μέσα στην οποία μπλέχτηκε η νέα του σκηνοθεσία, οι Παίχτες, η Νομική, η Ρωσία, ον ΛΕΞ, η πανδημία, το θεατρικό MeToo, οι παιδικοί καρδιακοί φίλοι.

Δυστοπικό love story ή μία ψυχεδελική κομεντί τρόμου. Έτσι, θα χαρακτήριζα το Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι.

Μία ψυχεδελική κομεντί τρόμου που κάνει ποίηση την καφρίλα και την καφρίλα ποίηση 

Το έργο Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι ήταν δική μου πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου. Ανά περιόδους αναζητώ σύγχρονους συγγραφείς και κάπως έτσι, έπεσα πάνω στον Marius von Mayenburg. Είδα ότι είχε γράψει μία μαύρη σουρεαλιστική κωμωδία, που είχε παιχτεί μάλιστα πριν μερικά χρονιά στην Ελλάδα. Επικοινώνησα με την ομάδα που την είχε ανεβάσει ώστε να μου δανείσουν τη μετάφραση του κειμένου από τον Γιώργο Δεπάστα, στην οποία βασίστηκε και η δική μου παράσταση, και το εγχείρημα ξεκίνησε. 

Ο ήρωας είναι ο Μ, που εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα αδιέξοδο (ευθεία αναφορά στη Δίκη του Κάφκα, όπου, ο ήρωας είναι ο Κ από το Κάφκα και εδώ ο Μ πιθανότατα από το Mayenburg). Δεν έχει ιδέα πώς έφτασε εκεί. Το μόνο που θυμάται είναι ότι το προηγούμενο βράδυ έφαγε μύδια με φίλους. Όταν αρχίζει να συναντά τους ανθρώπους αυτού του ξένου στα μάτια του κόσμου που φαίνεται να έχει πληγεί από κάποια καταστροφή, συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι τρώνε ο ένας τον άλλον. Η έλλειψη τροφής τους έχει οδηγήσει στον κανιβαλισμό. Προκειμένου να επιβιώσει, ο Μ διαπράττει εγκλήματα, μπλέκεται σε μία παρανοϊκή κατάσταση, αλλά στο τέλος καταφέρνει να βγει στο φως. Ένας χαρακτήρας που διατρέχει το έργο τον οδηγεί σε ένα φωτεινό φινάλε.

Δυστοπικό love story ή μία ψυχεδελική κομεντί τρόμου. Έτσι, θα χαρακτήριζα το Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι. Μου αρέσει να παίζω με τους χαρακτηρισμούς στα έργα μου. Το Παίζοντας το θύμα ήταν μία φιλοσοφική φάρσα, το Talk Show μία καφκική κωμωδία τηλεοπτικής (υπο)κουλτούρας. 

Ένας καθηγητής μας έλεγε ότι πριν ξεκινήσεις να σκηνοθετείς, όρισε το genre σου. Η κωμωδία για παράδειγμα είναι κάτι πολύ γενικό. Όταν συνδυάσεις όμως λέξεις και συναισθήματα βρίσκεις πώς ονομάζεται ακριβώς αυτό που θέλεις να κάνεις. Ίσως, γι’ αυτό δε μου αρέσουν τα καθαρά θεατρικά, αλλά τα μικτά είδη. Να μπλέκεται το θρίλερ με την τραγωδία, με το ρομάντζο και με τη σάτιρα. Η ίδια η ζωή εξάλλου δεν είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα. Γιατί να είναι το θεατρικό έργο που ανεβάζω;

Το Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι είναι ένα σύγχρονο έργο. Γράφτηκε το 2008, όταν ο συγγραφέας ήταν γύρω στα 35. Η κινητήριος δύναμη της ιστορίας είναι ο φόβος, με τον ήρωα να προσπαθεί διαρκώς να επιβιώσει. Ο Mayenburg το είχε γράψει από την αίσθηση του φόβου που είχε πάρει από τις τρομοκρατικές επιθέσεις που γινόντουσαν στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο και αυτή την αίσθηση τη μεταβόλισε σε μία υπόθεση και σε ένα έργο. 

Όλη αυτή η τρομοκρατία που βιώσαμε τα τελευταία δύο χρόνια, ο κοινωνικός και ο ψυχολογικός φόβος, μου ταίριαξε πολύ. Είναι ένα έργο για μία κοινωνία με κανιβαλιστικές τάσεις κυριολεκτικά με ό,τι μεταφορικές προεκτάσεις μπορεί να κάνει ο καθένας. Ο ήρωας τρέχει σε μία κατάσταση φόβου και καταλήγει σε ένα φωτεινό μέρος χάρη στην αγάπη. Μπορεί να ακούγεται απλό, αλλά αυτό δε ζήσαμε και εμείς σε αυτή τη διετία; Φοβόμασταν και για να την παλέψουμε βασιστήκαμε στους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους.

Το έργο όμως έχει και πολύ χιούμορ. Έναν χουλιγκάνικο, τσογλάνικο τρόπο να κάνει πλάκα στις πιο ποιητικές στιγμές. Να κάνει ποίηση την καφρίλα και την καφρίλα ποίηση, κάτι που νομίζω ότι ανταποκρίνεται πολύ στο πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα τη ζωή και την τέχνη σήμερα.

Χωρίς τον Γιάννη Νιάρρο δε θα είχαν γίνει οι Παίχτες. Εμάς δε μας ήξερε κανείς για να επενδύσει χρήματα πάνω μας και να βρεθούμε σε μία σκηνή όπως ήταν αυτή του Θεάτρου Κιβωτός. Εκείνος ήταν ουσιαστικά το «όνομα».

Η πανδημία, οι Παίχτες και τα πολλά καρπούζια κάτω από δύο μασχάλες

Την περίοδο της καραντίνας -πρώτης, δεύτερης ή όσες ήταν – την πέρασα με την κοπέλα μου, βλέποντας πολλές ταινίες και σειρές, μαγειρεύοντας, διαβάζοντας, αλλά και στο εξοχικό των γονιών μου που είναι μεν κοντά στην Αθήνα, αλλά μέσα στη φύση. Εκεί, ναι, ένιωσα σαν να μην υπήρχε κορονοϊός. Κατάφερα να ηρεμήσω. 

Η πρώτη καραντίνα με πέτυχε σε μία φάση πάνω που θα ανέβαζα την πρώτη μου παράσταση, το Παίζοντας το θύμα στο Εθνικό Θέατρο – Rex Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη». Το ίδιο βράδυ που κάναμε γενική πρόβα η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από αύριο, την ημέρα της πρεμιέρας μας δηλαδή, μπαίνουμε ξανά σε lockdown. Με το που τελείωσε η παράσταση, ο κόσμος μου έδινε συγχαρητήρια και συλλυπητήρια για το άδοξο τέλος. 

Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση είχα μία ορμή που δεν εκτονώθηκε και βρέθηκε κατευθείαν σε μία αναγκαστική παύση. Αυτό μου δημιούργησε μία ψυχολογική παλινδρόμηση. Προσπάθησα όμως να παραμείνω δημιουργικός. Έφυγα στην Εσθονία όπου σκηνοθέτησα μία παράσταση, συμμετείχα στα Radio Plays του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και μετά, ήρθαν οι Παίχτες.

Χωρίς τον Γιάννη Νιάρρο δε θα είχαν γίνει οι Παίχτες. Εμάς δε μας ήξερε κανείς για να επενδύσει χρήματα πάνω μας και να βρεθούμε σε μία σκηνή όπως ήταν αυτή του Θεάτρου Κιβωτός. Εκείνος ήταν ο ουσιαστικά το «όνομα». Είπε «θέλω να κάνω παράσταση με αυτόν, αυτόν και αυτόν», τον εμπιστεύτηκαν και όλα πήραν τον δρόμο τους.

Η επιτυχία των Παιχτών οφείλεται και στη φιλία που μας δένει με τα παιδιά που κάναμε την παράσταση (Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος). Κάποιοι είμαστε φίλοι από το σχολείο, άλλοι από τις σχολές και τόσα χρόνια λέγαμε να συνεργαστούμε. Αυτή η καύλα που είχαμε να δουλέψουμε παρέα βγήκε προς τα έξω. Δημιουργήσαμε μία παράσταση που η ενέργειά της απέπνεε όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα χαράς που είχαμε για τη συνεργασία μας και φυσικά, τη χημεία που υπάρχει μεταξύ μας. Αλλά και την ανάγκη για εκτόνωση, εξωστρέφεια, δημιουργία και ζωή που είχαμε μετά τον καιρό του εγκλεισμού. Νομίζω όλοι έχουν ανάγκη να ξεφύγουν από τη μιζέρια.

Οφείλεται όμως κυρίως σε μεγάλο βαθμό στον παλμό της κοινωνίας και το χωροχρονικό timing. Τι θέλω να πω; Η παράσταση στήθηκε σαν μουσικό live. Ο κόσμος μετά από αυτά τα δύο χρόνια που κλείστηκε στο σπίτι και καθηλώθηκε μπροστά από οθόνες, είχε ανάγκη από ζωντανά θεάματα με χιούμορ, γέλιο, ρυθμό. Να νιώσει ένα κύμα χαράς για τη ζωή, το οποίο βρήκε στη δική μας εκρηκτική ενέργεια. Έχουμε συζητήσει πολλές φορές ποια θα ήταν η απήχηση των Παιχτών αν τους παρουσιάζαμε υπό «φυσιολογικές» συνθήκες. Από την άλλη, και η παράσταση δε θα ήταν ίδια, εμείς δε θα ήμασταν ίδιοι γιατί τότε, κάτι εκφράζαμε με τον φρενήρη ρυθμό που τη φτιάξαμε για πράγματα που βιώσαμε και βιώναμε. 

Όταν έγινε όλος αυτός ο χαμός με τους Παίχτες είπα «ζω ένα όνειρο, που μου συνέβη αρκετά νωρίς και έχοντας για συνεργάτες τους φίλους μου». Θέλω να ξαναδουλέψω μαζί τους, επικοινωνούμε, έχουμε κοινή αισθητική, αγαπιόμαστε.

Από την άλλη, η δημοσιότητα που έλαβα κάπως με αποσυντόνισε. Με το που έγινε η πρεμιέρα για τους Παίχτες, ξεκίνησα πρόβες για το Talk Show, οπότε ήμουν ήδη σε δουλειά και αντιλαμβανόμουν ότι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Δε μου είχε συμβεί ξανά να μου ζητούν συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις και προσπαθούσα να ανταποκριθώ, αν και σαστισμένος, με ευγένεια σε όλο αυτό το απρόσμενο ενδιαφέρον.

Επειδή είμαι παρλαπίπας, της παρέας και γουστάρω τις κουβέντες, οι συνεντεύξεις μου αρέσουν. Με τις φωτογραφίσεις όμως νιώθω πάντα αμήχανα. Όταν κοιτάζω την κάμερα, αισθάνομαι τουλάχιστον γελοίος. 

Όταν ένας καινούργιος ποδοσφαιριστής κάνει μία εντυπωσιακή τρίπλα σε ένα ματς, λέμε ότι βρήκαμε τον νέο Messi. Μας αρέσει να δημιουργούμε εντυπώσεις. Μπορεί λοιπόν να βρέθηκα ξαφνικά στο προσκήνιο και να άκουγα θετικά σχόλια και κριτικές για τη δουλειά μου, αλλά προσπαθώ να μην ετεροπροσδιορίζομαι. Αύριο μπορεί να σκηνοθετήσω μία παράσταση που να μην αρέσει σε κανένα. Αν τώρα το πάρω όλο αυτό σοβαρά, μετά αν γίνει το ανάποδο, τι θα κάνω, θα καταστραφώ; 

Τον τελευταίο χρόνο, μπαινοβγαίνω στις παραστάσεις και στις δουλειές, ενώ παράλληλα διδάσκω στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Είναι πολλά καρπούζια και έχω δύο μασχάλες και αυτό ήταν λάθος. Δεν είχα υπολογίσει ακριβώς πόσο θα κοστίσει όλο αυτό στη ζωή και στην ηρεμία μου. Είχα την εντύπωση ότι επειδή έχω πολύ ορμή μέσα μου και αφού υπάρχει χρόνος μπορώ να προλάβω και να καταφέρω τα πάντα. Έλα όμως που δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Θέλει και χρόνο μερικές φορές για να τα απολαύσεις. Για του χρόνου, έχω προγραμματίσει δύο δουλειές με χρονικές αποστάσεις μεταξύ τους ώστε να μπορέσω να αποφορτιστώ και να ζω τη ζωή μου και έξω από το θέατρο.

O Δημήτρης Ήμελλος μου άλλαξε τη ζωή. Ήταν ο δάσκαλός μου με δέλτα κεφαλαίο.

Η Νομική, η Ρωσία και το θεατρικό MeToo

Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος. Τον θαύμαζα από παιδί για τη δουλειά του και γοητευόμουν από αυτήν. Επίσης, ήμουν από μικρός εξωστρεφής και πολυλογάς, οπότε μου άρεσε όλο αυτό το κομμάτι της δικηγορίας. Στο Λύκειο αποφάσισα ότι θα σπουδάσω Νομική, ήμουν και καλός μαθητής και στο μηχανογραφικό μου δήλωσα μόνο τις τρεις σχολές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή. Πέρασα στην πρώτη.

Το θέατρο είχε μπει στη ζωή μου από το σχολείο με τις θεατρικές ομάδες. Κάπου στο δεύτερο έτος της Νομικής όμως, συνειδητοποίησα ότι όταν ήμουν στο θέατρο ξεχνούσα πώς περνούσε ο χρόνος, ενώ όταν ήμουν στα πανεπιστημιακά έδρανα τα έκανα όλα κάπως μηχανικά και διεκπεραιωτικά. Έτσι, είπα στον εαυτό μου: «70 – 80 χρόνια θα ζήσω, γιατί να μην κάνω μία δουλειά στην οποία θα περνάω καλά». 

Αν και εξαρχής με ενδιέφερε η σκηνοθεσία, αποφάσισα να σπουδάσω υποκριτική για να καταλάβω πώς λειτουργεί πρώτα η απέναντι πλευρά.

Πέρασα με τη δεύτερη στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και θήτευσα δίπλα στους Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Ακύλλα Καραζήση, Δημήτρη Ήμελλο, κ.ά. Ο τελευταίος μου άλλαξε τη ζωή. Ήταν ο δάσκαλός μου με δέλτα κεφαλαίο. 

Ο Ήμελλος και η Ευαγγελάτου αναφερόντουσαν συνέχεια στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας, όπου είχαν σπουδάσει σκηνοθεσία, από τις πιο φημισμένες σχολές στον κόσμο. Πήρα λοιπόν την απόφαση να πάω και εγώ εκεί, στην πηγή της έμπνευσης και της δημιουργίας. Κι έτσι, έγινε. Έμεινα στη Μόσχα τέσσερα χρόνια, όσο διήρκησαν οι σπουδές μου. Η σχολή ήταν ίδρυμα. Να φανταστείς, το πρώτο εξάμηνο δεν είχα προλάβει να επισκεφτώ ούτε την Κόκκινη Πλατεία.

Ο καλύτερος φίλος μου από εκείνη την περίοδο είναι Ρώσος και μέχρι πρότινος ζούσε στη Μόσχα. Πριν λίγο καιρό, ήρθε στην Ελλάδα. Είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης και του χρόνου θα δουλέψουμε μαζί. Είναι μόνο ένας από τους εκατοντάδες καλλιτέχνες της χώρας που μεταναστεύουν για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και το πολίτευμα της Ρωσίας που ειδικά το τελευταίο διάστημα έχει ξεφύγει τελείως.. 

Τη Νομική δεν την παράτησα ποτέ. Όταν ήμουν στο δεύτερο έτος στο Ωδείο Αθηνών, πήρα το πτυχίο μου. Δεν μ’ αρέσει να αφήνω στη μέση πράγματα.

Το θεατρικό MeToo το παρακολουθώ στενά από την αρχή. Το ξέσπασμα που έγινε μέσα από τις αποκαλύψεις όλων αυτών των σκανδάλων ήταν λύτρωση. Ένα ξεκαθάρισμα του χώρου από όλους εκείνους που θεωρούσαν ότι ήταν πάνω από εξουσίες, από νόμους και λειτουργούσαν σαν Θεοί καταστρέφοντας ψυχές ανθρώπων.

Έχω ακούσει και εγώ φράσεις όπως «η δουλειά μας δεν είναι σαν τις άλλες δουλειές», «είναι απαιτητική και πιεστική», «τα πράγματα μπορεί να γίνουν λίγο περίεργα». Μπούρδες. Η δουλειά μας είναι σαν όλες τις άλλες δουλειές. Όλες οι δουλειές είναι απαιτητικές και όχι, τα πράγματα δεν πρέπει να γίνονται περίεργα, πόσω μάλλον κακοποιητικά. Εδώ βέβαια, δε μιλάμε μόνο για το ότι κάποιος πλήγωσε τα συναισθήματα κάποιου άλλου με τη συμπεριφορά του, αλλά για ποινικά αδικήματα που φωνάζουν για δικαιοσύνη και κάθαρση.

Ο ΛΕΞ, το θέατρο για τσόγλανους και οι παιδικοί φίλοι

Ευγνωμονώ τους γονείς μου που βρίσκονταν στο πλευρό μου σε κάθε μου απόφαση. Ο πατέρας μου μού είχε πει ότι ό,τι δουλειά επιλέξω να την κάνω με σοβαρότητα. Η μητέρα μου από την άλλη πάντα με στήριζε, αλλά είχε φυσικά άγχος για το αν θα καταφέρω να βιοπορίζομαι από τη δουλειά μου. Μάνα, μπορώ και ζω από την τέχνη μου. Τουλάχιστον, προς το παρόν.

Αγαπώ την ελληνική χιπ χοπ σκηνή. Πολλοί από τους εκπροσώπους της είναι ποιητές. Οι ποιητές της εποχής μας. Έχω σκεφτεί πολλές φορές να έρθω σε επικοινωνία μαζί τους, να συνεργαστούμε στο πλαίσιο μίας θεατρικής παράστασης ή να διοργανώσουμε μία καλλιτεχνική συζήτηση. 

Ήμουν και εγώ στο ιστορικό live του ΛΕΞ στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης. Η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική. Το vibe εκρηκτικό. Ένιωθες ζωντανός. Ο ΛΕΞ είναι ένας τύπος που έχει πιάσει τον στίχο και τον ήχο της πόλης και την αίσθηση μίας ολόκληρης γενιάς, στην οποία ανήκω και εγώ. Τον παρακολουθώ από την εποχή των Βόρειων Αστεριών, αν και τότε το μεγάλο όνομα του γκρουπ ήταν ο Μικρός Κλέφτης. Τελικά, στη συνέχεια, κατάφερε μόνος του χωρίς διαφημίσεις, χωρίς κανένα πουσάρισμα να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Ένας καλλιτέχνης που επικοινωνεί λαϊκά με το κοινό. 

Ο ΛΕΞ λέει ότι γράφει μουσική για τσόγλανους, εγώ θα έλεγα μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι πιστεύω στο θέατρο για τσόγλανους. Σε ένα θέατρο που είναι λαϊκό, που επικοινωνεί με τον θεατή ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και εθνικότητας, που κρατά αποστάσεις από διανοουμενίστικες και ελιτίστικες πρακτικές και εκφράζει την ποιότητα με λαϊκό τρόπο. Όπως νομίζω έχει πει ο B.D. Foxmoor σε ένα στίχο του: «Θέλω να είμαι η γέφυρα του οικοδόμου με τον Βάρναλη».

Το στοίχημα είναι να κάνεις ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το θέατρο να το αγαπήσουν. Αυτό προσπαθώ να κάνω αρχικά μέσα από τους κολλητούς μου. Εκτός από τους ηθοποιούς των Παιχτών, όλοι οι άλλοι κολλητοί μου είναι εκτός χώρου. Είμαστε φίλοι από πέντε χρονών. Αν καταφέρω έστω και έναν από αυτούς να τον κάνω να δει μία παράστασή μου και μέσω αυτής να θελήσει να πηγαίνει ξανά και ξανά θέατρο, να αγοράσει ένα βιβλίο του συγγραφέα του έργου για να το διαβάσει επειδή του προκάλεσε τέτοια εντύπωση, τότε θα είμαι ευτυχισμένος. Θα αισθάνομαι σαν να εκπληρώνω τον λόγο της ύπαρξής μου.

***

Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι

Σκηνοθεσία Γιώργος Κουτλής

Μετάφραση Γιώργος Δεπάστας

Παίζουν (αλφαβητικά) Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Θάνος Λέκκας, Βασίλης Μαγουλιώτης

Σκηνικά – κοστούμια Εύα Γουλάκου

Φωτισμοί Τάσος Παλαιορούτας

Πρωτότυπη μουσική – σχεδιασμός ήχου Jeph Vanger

Επιμέλεια κίνησης Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου

Βοηθός σκηνοθέτη Ελένη Κουτσιούμπα

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου Άρτεμις Σγούρου Δροσοπούλου

Ηχολήπτης Σωτήρης Ζηλιασκόπουλος

Props – Effects Πάνος Κονδύλης- ΑRK FX

Κατασκευή σκηνικού Βασίλης Χαραλαμπόπουλος

Ζωγραφική σκηνικού Νίκος Καρράς

Ραφή κοστουμιού Βικτώρια Χαραλαμπίδου

Φωτογραφίες Χρήστος Συμεωνίδης

Βοηθός εκτέλεσης παραγωγής Νίκος Χαραλαμπίδης

Εκτέλεση παραγωγής POLYPLANITY Productions / Βίκυ Στρατάκη

Ευχαριστίες για την παραχώρηση των δικαιωμάτων του έργου στις εκδόσεις Henschel SCHAUSPIEL Theaterverlag Berlin GmbH και στον αποκλειστικό εκπρόσωπό τους στην Ελλάδα και την Κύπρο, τη θεατρική ομάδα «Ηθικόν ακμαιότατον» και τον Θανάση Σαράντο.

Info

18/07 έως 21/07/2022 στις 21:00, Πειραιώς 260 (Κτίριο Η). Εισιτήρια εδώ.