Picture Lux/The Hollywood Archive/Alamy/Visualhellas.gr
ΓΕΥΣΗ

Στη μεγάλη οθόνη, ένα milkshake δεν είναι ποτέ όσο αθώο φαίνεται

Το milkshake έχει υπάρξει για δεκαετίες η μεγαλύτερη βρώσιμη μεταφορά του Hollywood.

Πρόκειται για μια κινηματογραφική σκηνή που έχει εδραιωθεί στην αμερικανική φαντασία: μια υγιής νεανική αγάπη που ανθίζει σε μια μικρή πόλη – με ένα milkshake να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Είναι η σκηνή της ειδυλλιακής ζωής στα προάστια που τόσο συχνά αντιπροσωπεύουν τα diners, τα burgers και τα milkshakes, και που στο τέλος καταστρέφεται.

Μπορεί το παγωτό, η βανίλια και η σοκολάτα να έχουν τις ρίζες τους αλλού, αλλά το milkshake είναι καθαρά αμερικανικό. Για την ποπ κουλτούρα, αποτελεί μια εύκολη συντομογραφία που συμβολίζει την ιστορία που η Αμερική – συγκεκριμένα, η λευκή, ετεροφυλόφιλη Αμερική του 20ου αιώνα – θέλει να πει για τον εαυτό της.

Είναι απλό στα κόμικς του Archie και ειρωνικό στο Riverdale. Χρησιμοποιείται ως αντιπαράθεση στη σκοτεινή πλοκή του Pulp Fiction. Και όταν ο Daniel Plainview κοροϊδεύει τον Eli Sunday στο There Will Be Blood, ακούγεται ειρωνικά: “I drink your milkshake” – μια παράξενα αθώα επίκληση δεδομένης της σκληρότητας που κυριαρχεί.

Αρχικά, η λέξη περιέγραφε ένα αλκοολούχο τονωτικό κοκτέιλ με αυγά, γάλα και ουίσκι, αλλά το milkshake, όπως το ξέρουμε εφευρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι της αμερικανικής ιστορίας. Οι περισσότερες πηγές αποδίδουν στον υπάλληλο της Walgreens του Σικάγο, Ivar Coulson, τη γέννηση του σύγχρονου milkshake, όταν το 1922 πρόσθεσε παγωτό βανίλια.

Εκείνη την εποχή, πολλά φαρμακεία διέθεταν πάγκους αναψυκτικών για την ανάμειξη φαρμάκων σε αναψυκτικά και ροφήματα με γάλα, αλλά πολύ σύντομα τα soda fountains απέκτησαν δική τους ξεχωριστή υπόσταση. «Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, μια περίοδο που πολλοί άνθρωποι ίσως βαριόντουσαν και έψαχναν να βρουν πώς θα περάσουν τον χρόνο τους» λέει ο Adam Chandler, συγγραφέας του βιβλίου Drive-Thru Dreams.

Ήταν όμως και μια εποχή κοινωνικής αναταραχής. Τρία χρόνια πριν ο Coulson εφεύρει το milkshake, το Σικάγο αντιμετώπιζε θανατηφόρες φυλετικές ταραχές, όπως επισημαίνει η Jaya Saxena σε άρθρο της στο Eater. «Λίγα χρόνια πριν, ο Woodrow Wilson είχε διαχωρίσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση» τονίζει ο Chandler και συνεχίζει: «Κοινωνικά, υπήρχε αυτό το συντηρητικό νήμα που τραβούσε τη χώρα προς διαφορετικές κατευθύνσεις».

Τα περισσότερα soda fountains ήταν διαχωρισμένα, μέρη όπου ειδικά οι λευκοί μπορούσαν άνετα να απολαύσουν ένα κέρασμα έξω από τα σπίτια τους (αν και αργότερα θα γίνονταν μέρη όπου οι μαύροι και άλλοι ακτιβιστές θα αγωνίζονταν για την ισότητα). Το milkshake ως άβαταρ της λευκότητας και ως συντηρητική ιδέα για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει η Αμερική ήταν ενσωματωμένο από την αρχή.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η εικόνα του ισχυροποιήθηκε καθώς οι αλυσίδες fast-food πολλαπλασιάστηκαν στα προάστια της χώρας τη δεκαετία του ’40 και του ’50. Το milkshake ήταν μέρος του μοντέλου αναπαραγωγής της εμπειρίας των soda fountains που άφησαν πίσω τους οι λευκές οικογένειες στις πόλεις.

Σε ένα άρθρο της στο Atlantic το 2018, η Suzy Swartz περιέγραψε πώς ένιωθε βλέποντας τα παιδιά στο Riverdale – όσο αυτά αντιμετώπιζαν κατά συρροή δολοφόνους και αιρέσεις – να πίνουν μιλκσέικ. «Νοστάλγησα τα εφηβικά χρόνια που μπορούσα να τρώω όπως τα παιδιά της σειράς, καταβροχθίζοντας burger, πατάτες τηγανιτές και milkshake χωρίς να με απασχολούν οι συνέπειες στο σώμα μου ή στο περιβάλλον. Θυμήθηκα ένα πρόσφατο παρελθόν, όταν τα πράγματα ήταν αόριστα καλύτερα και ευκολότερα από ό,τι τώρα».

Το milkshake προκαλεί όντως νοσταλγία για μια εποχή πριν από τις ανησυχίες σχετικά με τη χοληστερόλη και την πρόσληψη ζάχαρης. «Αλλά όταν συγκρίνουμε τη ζωή με μια εποχή που τα πράγματα ήταν “καλύτερά”, πρέπει να αναρωτηθούμε καλύτερα για ποιον; Αν και το fast food θα διαποτίσει κάθε αγορά και δημογραφική ομάδα, το γεύμα που σέρβιρε αρχικά ήταν νοσταλγία για λίγους και εκλεκτούς. Κάτω από τη γλύκα και τον αφρό, το milkshake αντιπροσωπεύει την Αμερική όχι όπως ήταν αλλά όπως ήθελαν να είναι ορισμένοι άνθρωποι. Υγιή, αθώα, λευκή».

Σύμφωνα με τον Potter Palmer, διευθυντή των προγραμμάτων τροφίμων και κρασιού στο Μητροπολιτικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, το φαγητό αποτελεί μια εξαιρετική μεταφορά επειδή «το φαγητό είναι οπτικό. Ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις μας». Οι διατροφικές επιλογές ενός χαρακτήρα μπορούν να αποκαλύψουν πληροφορίες για την τάξη του, τις προτιμήσεις του, τις σχέσεις του.

Και όταν πρόκειται για milkshake, υπάρχει ένας άμεσος συνειρμός με την Αμερική – καθώς και μια εγγενής υπερκατανάλωση στην οθόνη. Βασικά, οι πιο σκοτεινές επιθυμίες πίσω από τη νοσταλγία. Ο Palmer φέρνει ως παράδειγμα το Pulp Fiction. Ο χαρακτήρας της Uma Thurman που πίνει ένα milkshake είναι ένα αστείο: Αυτό δεν είναι υγιεινό, δεν πρόκειται για αθώους ανθρώπους. Το milkshake είναι υπερβολικό, πολύ ακριβό, πολύ ζαχαρούχο, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει.

Αλλά ίσως ο λόγος που το milkshake είναι τόσο αποτελεσματικό μέσο αφήγησης είναι επειδή διαρκεί στον χρόνο. Οι έφηβοι στο Bottoms ή η Uma Thurman που παραγγέλνει ένα, λίγο πριν πάρει υπερβολική δόση, σε κάνουν να προσέξεις γιατί και ποιος παραγγέλνει. Σήμερα, τα milkshakes είναι δημοφιλή όταν πρόκειται για υπερφορτωμένες προτάσεις που έχουν σχεδιαστεί για να γίνουν viral στο Instagram, ή αλκοολούχες εκδοχές για νοσταλγικούς ενήλικες που επικαλούνται κατά λάθος την προέλευση του ποτού. Αλλά ακόμη και αυτά είναι «διασκεδαστικά» μόνο λόγω της ικανότητάς τους να ανατρέχουν στο παρελθόν.

Βλέποντας ένα milkshake, σε κάνει να σκέφτεσαι το παρελθόν, επειδή, από τη δημιουργία τους τόσο το ίδιο το ρόφημα όσο και τα soda fountains, αντιπροσώπευαν κάτι.

«Η προέλευσή τους με βάση την υγεία και την ποτοαπαγόρευση ήταν αμέσως ένα σύμβολο του πώς θα μπορούσε να είναι η Αμερική αν αποβάλλει το “κακό: – που σήμαινε οτιδήποτε δεν υποστήριζε μια λευκή, ετεροκανονική, καπιταλιστική κοινωνία. Έτσι, η παρουσία τους στην οθόνη δεν είναι ποτέ τυχαία. Κανείς δεν τυχαίνει απλώς να πίνει ένα milkshake ενώ η σκηνή συμβαίνει γύρω του – είναι η μεγαλύτερη βρώσιμη μεταφορά του κινηματογράφου» καταλήγει η Saxena.