Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
ΓΕΥΣΗ

Στα στέκια του Βοτανικού τρώμε νόστιμα και οικονομικά

Κάτω από τις γραμμές του τρένου, ο Βοτανικός διατηρεί ακόμα τον χαρακτήρα του, με μεζεδοπωλεία, οινομαγειρεία και μοντέρνα καφενεία.

Μεταξύ των λεωφόρων Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, η περιοχή γύρω από τον Βοτανικό Κήπο, στον οποίο οφείλει και το όνομά της, είχε ανέκαθεν εργατικό χαρακτήρα καθώς στέγαζε σιδηρουργεία, χυτήρια και βυρσοδεψεία. Στον Βοτανικό, κατασκευάστηκαν βιεννέζικα έπιπλα με τη μυστική τέχνη που είχε φέρει ο ιδιοκτήτης από την αυστριακή πρωτεύουσα στο εργοστάσιο επίπλων Γεωργιάδη – Σέκερη, άκμασε μία επιχείρηση επεξεργασίας μεταξιού και ιδρύθηκε η πρώτη γαλακτοβιομηχανία της Ελλάδας.

Σήμερα, ανάμεσα σε ιστορικά κτίρια, όπως το προπολεμικό βιομηχανικό συγκρότημα που στεγάζει πλέον τον Πολυχώρο «Αθηναϊς», δημιουργήθηκαν νέα εγχείρηματα που φώτισαν την περιοχή κάτω από τις γραμμές του τρένου. Το La Soiree de Votanique ήταν αυτό που έκανε την αρχή το 2002 για να ακολουθήσουν στην πορεία μεζεδοπωλεία και μοντέρνα καφενεία που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Βοτανικού. Στην οδό Καστοριάς, άνοιξε και η Ελισάβετ Κουλούρη το Betty’s Bakery , το αρτοποιείο όπου ψήνονται καθημερινά τα προζυμένια ψωμιά της.

Σε αντίθεση με τις γειτονικές συνοικίες, τον Κεραμεικό και το Μεταξουργείο, ο Βοτανικός μετράει ακόμα συγκεκριμένα – μαγαζιά ως προορισμούς. Το καθένα από αυτά έχει πιστούς θαμώνες, ανάλογα με τις μουσικές προτιμήσεις αλλά και τη διάθεση. Όλα κρατούν τον δικό τους χαρακτήρα, που αποτελεί τελικά και προνόμιο της περιοχής. Στον Βοτανικό τρώμε ακόμα απλά, νόστιμα και οικονομικά. Το να μην αλλοιωθεί βέβαια ο χαρακτήρας της περιοχής, θα είναι ένα μεγάλο στοίχημα στο κοντινό μέλλον.

«Κάναμε βόλτες στην περιοχή, είδαμε έναν ήσυχο πεζόδρομο μας άρεσε. Όταν πρωτοήρθαμε δεν πέρναγε άνθρωπος» θυμάται η Βερονίκη, που μαζί με την Κάτια και τον Σπύρο άνοιξαν τη Laika το 2016, δίνοντας στο μαγαζί το όνομα της σκυλίτσας – θρύλου από τη Μόσχα που βρέθηκε στο διάστημα.

Το μαγαζί έγινε γνωστό για τη νόστιμη και προσιτή κουζίνα του, με πιάτα όπως η κρεμμυδόπιτα με χειροποίητο φύλλο και μπέικον, τα μοσχαρίσια μπιφτέκια με πατάτες baby, τα μπριζολάκια που μαρινάρονται σε ουίσκι και το ιμάμ με κρέμα μελιτζάνας και φέτας. Στην κουζίνα αλλά και τη σύσταση της ομάδας πλέον βρίσκεται ο Δημήτρης, ο οποίος κρατάει τη φιλοσοφία του κάζουαλ φαγητού, προσθέτοντας πιάτα ημέρας και στηριζόμενος όσο γίνεται στην εποχικότητα. Στο ψυγείο, βρίσκεις ως επί το πλείστον μπύρες από μικρές ζυθοποιίες.

Η Laika έγινε στέκι με τον μουσικό της χαρακτήρα να κινείται ανάμεσα σε new wave, ηλεκτρονικά ακούσματα και punk. Καθιέρωσε μάλιστα βραδιές βινυλίου προτού το να παίζεις δίσκους σε μαγαζιά θεωρηθεί τάση. Πλέον, οργανώνουν dj sets δύο φορές τον μήνα. Οι ιδιοκτήτες προσπάθησαν να σεβαστούν τη γειτονιά από την πρώτη στιγμή, τόσο με την παρουσία τους όσο και με τον χαρακτήρα τους, ενισχύοντας έτσι το μωσαϊκό διασκέδασης στην περιοχή.

Γίνεται μία προσπάθεια στα μαγαζιά στον Βοτανικό να κρατήσουν την ποιότητα ψηλά και τις τιμές χαμηλά. Ταυτόχρονα, υπάρχει μία αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων που αποφάσισαν να ανοίξουν εδώ τα μαγαζιά τους. «Αν μας λείψει κάτι θα το ζητήσουμε από έναν γείτονα. Θα πεταχτούμε επίσης να πιούμε μία παγωμένη μπύρα για μισή ώρα να χαλαρώσουμε από την πίεση της δουλειάς. Και εννοείται όποιος σχολάσει πρώτος θα πάει στον άλλον» λέει ο Δημήτρης Φραγκογιάννης, που μαζί με τον Κώστα Καλαμπόκη άνοιξαν το Ραφίκι το 2018, δουλεύοντας πυρετωδώς για ενάμιση μήνα.

Αραντσίνι - «γεμιστά», ταρτάρ καπνιστού μπακαλιάρου και σαλάτα με αμπελοφάσουλα φιγουράρουν στον κατάλογο του Ραφίκι.

Εκτός από τον ήρωα που θα θυμούνται οι σημερινοί σαραντάρηδες από το Lion King, «ραφίκι» στα αραβικά και το σουαχίλι σημαίνει «κολλητός φίλος». Έτσι, η μαϊμού έγινε το logo του μαγαζιού και πλέον φιγουράρει και στη δική τους μπύρα, μια φρέσκια, καλοκαιρινή IPA που έφτιαξαν μαζί με τους φίλους τους από το Strange Brew. Μέσα στην πενταετία που λειτουργεί το Ραφίκι, έγιναν αρκετές αλλαγές στην κουζίνα.

Οι μεζέδες έδωσαν τη θέση τους σε πιο εστιατορικά πιάτα, χωρίς όμως να αλλάζει η φιλοσοφία του μαγαζιού. Έτσι, ενώ τα ποτήρια γεμίζουν με τα βιολογικά κρασιά των Σαββόγλου – Τσιβόλα από τη Λήμνο και τη φημισμένη πλέον κρητική ρακή τους, στο τραπέζι σου έρχονται αραντσίνι «γεμιστά», ταρτάρ καπνιστού μπακαλιάρου, σαλάτα αμπελοφάσουλα με κολοκύθι, πέστο βασιλικού, φέτα, ελιές και λαδολέμονο, νιόκι με πανσέτα ωρίμανσης και κρέμα γραβιέρας και παντζαροσαλάτα με ξινόμηλο.

Κι εδώ, η εποχικότητα παίζει ρόλο, με τον κατάλογο να αλλάζει χειμώνα και καλοκαίρι. Το ίδιο ισχύει για τις πρώτες ύλες, με τα τυριά να έρχονται από το τυροκομείο Κωστάκη στα Χανιά, τα κρέατα από το Αγρίνιο και το σύγκλινο (καπνισμένο σε φασκόμηλο) από την Αρεόπολη στη Μάνη.

Δεν είναι όμως μόνο το φαγητό που παίζει ρόλο αλλά και η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων που δεν θέλουν ένα ακόμα τυποποιημένο μαγαζί που να ταιριάζει στη βιομηχανοποίηση της εστίασης. Ο Σπύρος από τη Laika θίγει το ζήτημα, λέγοντας πώς όσο περνάει ο καιρός, αλλάζει και ο χαρακτήρας της περιοχής.

Τα σπίτια των ηλικιωμένων που φεύγουν από τη ζωή προορίζονται για airbnb ή για μαγαζιά με όρους χρυσωρυχείου. Την ίδια στιγμή, οι άδειες των συνεργείων που δε μεταβιβάστηκαν στην επόμενη γενιά, δεν ανανεώνονται και έτσι κάπως αθόρυβα αυτά χάνονται από την εικόνα του Βοτανικού.

Το Ραφίκι το βρίσκεις κλειστό σε γιορτές, αργίες και απεργίες, η ομάδα συμμετέχει σε πορείες. Γιατί να μας νοιάζουν όλα αυτά ενώ απλά θέλουμε να φάμε; Ίσως γιατί, το φαγητό έχει κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις.

Όταν ο Αλέξης Στρωματιάς αποφάσισε το 2009 να ανοίξει τον Θεσσαλό, η περιοχή ήταν κυριολεκτικά off the radar. Το 2013 μεταφέρθηκε απέναντι, στη σημερινή του τοποθεσία, με τη φανταστική αυλή και τον πεζόδρομο που μοιράζεται με την εκκλησία του Προφήτη Δανιήλ.

Εκεί όπου τραγούδησαν και χόρεψαν γνωστά ονόματα της έντεχνης – και όχι μόνο – σκηνής, κάτι που μαρτυρούν άλλωστε οι φωτογραφίες που στολίζουν τους τοίχους στη σάλα. Άλλωστε ο «Θεσσαλός» Αλέξης Στρωματιάς ήταν εκείνος που διοργάνωνε το Φεστιβάλ Βοτανικού, προτού το μεταφέρει στον τόπο του, στα Τρίκαλα.

Ο κατάλογος μένει πιστός στην ταυτότητα του μαγαζιού και υπάρχουν πιάτα – σήμα κατατεθέν, όπως οι πατάτες baby με δεντρολίβανο και σκόρδο, τα αυγά (βιολογικά Κρήτης) με σουτζούκι και ντομάτα και ο καβουρμάς, πριν τον δούμε στη συνέχεια σε αρκετά μενού της πόλης.

Και δεν είναι τα μοναδικά. Λουκάνικο χοιρινό και πρόβειο από τα Τρίκαλα, μια μικρή ποικιλία τυριών με ονομασία προέλευσης, μαυρομάτικα σαλάτα με πιπεριές Φλωρίνης είναι ανάμεσα στα πιάτα που ξεχωρίζουν.

«Η πρώτη ύλη είναι αυτό που κάνει τα μαγαζιά να αντέχουν στον χρόνο» λέει ο Αλέξης Στρωματιάς, πιστώνοντας τον Φώτη Φωτεινόγλου (ΦΙΤΑ) για την αλλαγή στην κουζίνα το 2014. «Αγοράσαμε μαζί μία κουζίνα κυριολεκτικά» θυμάται αστειευόμενος.

Ο ΘΕΣΣΑΛΟΣ

Στην άλλη πλευρά του Βοτανικού, αυτή που συνορεύει με τη λεωφόρο Αθηνών, στέκει το οινομαγειρείο του Λελούδα από το 1928. Σήμερα, μπορεί να έχει περάσει στα χέρια της τρίτης γενιάς αλλά όλα έχουν μείνει ανέγγιχτα στον χρόνο. Από τα βαρέλια και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους της παλιάς σάλας μέχρι το μωσαϊκό, όλα στον Λελούδα συνθέτουν την ιστορία σχεδόν ενός αιώνα. Μίας ιστορίας που ούτε ο πόλεμος κατάφερε να σταματήσει, καθώς το μαγαζί λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι τώρα.

Κεφτεδάκια και πατάτες στο τηγάνι, φάβα και βακαλάος σκορδαλιά είναι τα must πιάτα για να συνοδεύσεις το κρασί ή την παγωμένη μπύρα. Τώρα το καλοκαίρι, τις καθημερινές είναι ήσυχα. Ένας θαμώνας διάβαζε το βιβλίο του ενώ απολάμβανε τον μεζέ του το μεσημέρι που βρεθήκαμε στο μαγαζί. Τον χειμώνα, το σκηνικό αλλάζει, «μπορεί να χρειαστεί να κάνεις ακόμα και κράτηση», όπως μας ενημέρωσαν.